-
1 ἐναποτίθεμαι
A lay aside or store up in, Id.Nat.Fac.3.12;ἐναποθέσθαι τὰ ξίφη εἰς τοὺς κολεούς D.C.73.10
;τὸ γεγονὸς τῇ διανοίᾳ Ph.2.42
; deposit, Gal.Nat. Fac.3.7;κηλῖδας τῇ ψυχῇ Jul.Or.1.15d
; include, τι τοῖς γράμμασι Procop.Gaz.p.169B.; but ἐναποτίθεσθαι τὴν ὀργὴν εἴς τι vent one's anger upon.., D.S.26.16; produce in,ψῦξιν τῷ σπλάγχνψ Alex.Trall. 10
:—[voice] Pass., Phld.Herc.862.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποτίθεμαι
-
2 ἀναμάσσω
A rub or wipe off, ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις a deed (as if a stain), which thou wilt wipe off with or on thine own head (since it was believed that the pollution of murder was avoided by wiping the weapon on the victim's head), Od.19.92;τὰ μὲν ἐμῇ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
:—[voice] Med.,ἀσέβειαν δημοσία -ξασθαι Paus.10.33.2
; ἀναματτομένη τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος having [some of] the blood wiped on her face, Plu.Ant.77;τὸ ἑτέρου κακόν Ph.2.379
;ψυχὴ ἀ. πάθος J.AJ 16.8.5
;τοσαύτας ἀναμεμαγμένος κηλῖδας Porph.Chr.88
.II [voice] Med., knead one's bread, Ar.Nu. 676 codd., cf. AB391.2 receive an impression, Ti.Locr.94a; of the eyes,ἀ. τοὺς τύπους τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
;ἡ ψυχὴ ἀναμάττεσθαι δύναται τοὺς τῶν αἰσθητῶν τύπους Plot.4.3.26
;ἀ. τὸ εἶδος Alex.Aphr. de An.137.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναμάσσω
См. также в других словарях:
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek